έκχυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έκχυμα | τα | εκχύματα |
γενική | του | εκχύματος | των | εκχυμάτων |
αιτιατική | το | έκχυμα | τα | εκχύματα |
κλητική | έκχυμα | εκχύματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έκχυμα < ελληνιστική κοινή ἔκχυμα < αρχαία ελληνική ἐκχέω < ἐκ + χέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έκχυμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έκχυμα
|