αγαθώνυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγαθώνυμος < αρχαία ελληνική: ἀγαθωνυμία
Επίθετο
[επεξεργασία]αγαθώνυμος, -η, -ο
- αυτός που φέρει καλό όνομα, καλή φήμη.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγαθώνυμος
|