αγαπουλινάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγαπουλινάκι | τα | αγαπουλινάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αγαπουλινάκι | τα | αγαπουλινάκια |
κλητική | αγαπουλινάκι | αγαπουλινάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαπουλινάκι < αγαπουλίνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαπουλινάκι ουδέτερο
- (χαϊδευτικό) υποκοριστικό του αγαπουλίνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαπουλινάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χαϊδευτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)