αγροτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγροτικότητα < αγροτικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική rurality)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγροτικότητα θηλυκό