αδριατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδριατικός η αδριατική το αδριατικό
      γενική του αδριατικού της αδριατικής του αδριατικού
    αιτιατική τον αδριατικό την αδριατική το αδριατικό
     κλητική αδριατικέ αδριατική αδριατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδριατικοί οι αδριατικές τα αδριατικά
      γενική των αδριατικών των αδριατικών των αδριατικών
    αιτιατική τους αδριατικούς τις αδριατικές τα αδριατικά
     κλητική αδριατικοί αδριατικές αδριατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδριατικός < (ελληνιστική κοινήἈδριατικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αδριατικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την Αδριατική, βρίσκεται σ’ αυτή ή αναφέρεται σ' αυτή

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]