αθέσπιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αθέσπιστος, -η, -ο
- που δεν έχει θεσπιστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αθέσπιστος
|