αιγυπτιολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιγυπτιολογικός η αιγυπτιολογική το αιγυπτιολογικό
      γενική του αιγυπτιολογικού της αιγυπτιολογικής του αιγυπτιολογικού
    αιτιατική τον αιγυπτιολογικό την αιγυπτιολογική το αιγυπτιολογικό
     κλητική αιγυπτιολογικέ αιγυπτιολογική αιγυπτιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιγυπτιολογικοί οι αιγυπτιολογικές τα αιγυπτιολογικά
      γενική των αιγυπτιολογικών των αιγυπτιολογικών των αιγυπτιολογικών
    αιτιατική τους αιγυπτιολογικούς τις αιγυπτιολογικές τα αιγυπτιολογικά
     κλητική αιγυπτιολογικοί αιγυπτιολογικές αιγυπτιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιγυπτιολογικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αιγυπτιολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]