αιματόξυλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιματόξυλο τα αιματόξυλα
      γενική του αιματόξυλου των αιματόξυλων
    αιτιατική το αιματόξυλο τα αιματόξυλα
     κλητική αιματόξυλο αιματόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιματόξυλο < αιματό- + ξύλο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.maˈto.ksi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐μα‐τό‐ξυ‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιματόξυλο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]