αισθητισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αισθητισμός οι αισθητισμοί
      γενική του αισθητισμού των αισθητισμών
    αιτιατική τον αισθητισμό τους αισθητισμούς
     κλητική αισθητισμέ αισθητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αισθητισμός < αισθητική + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική estheticism < esthetics)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αισθητισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]