αισθητισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αισθητισμός < αισθητική + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική estheticism < esthetics)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αισθητισμός αρσενικό
- καλλιτεχνικό ρεύμα του 19ου αιώνα που θεωρούσε την προσήλωση στην ομορφιά και το ωραίο σημαντικότερη από την ενασχόληση με άλλες φιλοσοφικές, ηθικές ή καλλιτεχνικές ιδέες ή αξίες
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αισθητισμός