αλάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλάνα | οι | αλάνες |
γενική | της | αλάνας | των | αλανών |
αιτιατική | την | αλάνα | τις | αλάνες |
κλητική | αλάνα | αλάνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλάνα < αλάν(ι) (παλιά σημασία: ανοιχτός χώρος) + μεγεθυντικό -α < (άμεσο δάνειο) τουρκική alan < οθωμανική τουρκική آلاڭ (alañ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλάνα θηλυκό
- η υπαίθρια έκταση σε κατοικημένη περιοχή, ή κοντά σε αυτή, που δεν έχει διαμορφωθεί
- ※ Έξω στις αλάνες παίζαμε με τα γειτονόπουλα την τυφλόμυγα, τη μακριά γαϊδούρα, το κουτσό ή τα πεντόβολα.
- (Γιάννης Καιροφύλας, Αναμνήσεις ενός Αθηναίου.)
- ※ Έξω στις αλάνες παίζαμε με τα γειτονόπουλα την τυφλόμυγα, τη μακριά γαϊδούρα, το κουτσό ή τα πεντόβολα.
- (λαϊκότροπο) θηλυκό του αλάνης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλάνα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)