αλληλοσυμβατός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλληλοσυμβατός η αλληλοσυμβατή το αλληλοσυμβατό
      γενική του αλληλοσυμβατού της αλληλοσυμβατής του αλληλοσυμβατού
    αιτιατική τον αλληλοσυμβατό την αλληλοσυμβατή το αλληλοσυμβατό
     κλητική αλληλοσυμβατέ αλληλοσυμβατή αλληλοσυμβατό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλληλοσυμβατοί οι αλληλοσυμβατές τα αλληλοσυμβατά
      γενική των αλληλοσυμβατών των αλληλοσυμβατών των αλληλοσυμβατών
    αιτιατική τους αλληλοσυμβατούς τις αλληλοσυμβατές τα αλληλοσυμβατά
     κλητική αλληλοσυμβατοί αλληλοσυμβατές αλληλοσυμβατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλληλοσυμβατός < αλληλο- + συμβατός

Επίθετο[επεξεργασία]

αλληλοσυμβατός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]