αλωπεκικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλωπεκικός η αλωπεκική το αλωπεκικό
      γενική του αλωπεκικού της αλωπεκικής του αλωπεκικού
    αιτιατική τον αλωπεκικό την αλωπεκική το αλωπεκικό
     κλητική αλωπεκικέ αλωπεκική αλωπεκικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλωπεκικοί οι αλωπεκικές τα αλωπεκικά
      γενική των αλωπεκικών των αλωπεκικών των αλωπεκικών
    αιτιατική τους αλωπεκικούς τις αλωπεκικές τα αλωπεκικά
     κλητική αλωπεκικοί αλωπεκικές αλωπεκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλωπεκικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αλωπεκικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]