αμαλγαματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
αμαλγαματικός, -ή, -ό < αμάλγαμα + -ικός, -ική, -ικό
Επίθετο[επεξεργασία]
αμαλγαματικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
βλ. κραματικός