αμιαντοτσιμεντοσωλήνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμιαντοτσιμεντοσωλήνας < αμίαντ(ος) + -ο- + τσιμέντ(ο) + -ο- + σωλήνας
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.mi.an.do.t͡si.men.do.soˈli.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μι‐α‐ντο‐τσι‐με‐ντο‐σω‐λή‐νας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμιαντοτσιμεντοσωλήνας αρσενικό
- σωλήνας κατασκευασμένος από αμιαντοτσιμέντο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμιαντοτσιμεντοσωλήνας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)