αμπερώριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμπερώριο | τα | αμπερώρια |
γενική | του | αμπερώριου & αμπερωρίου |
των | αμπερώριων & αμπερωρίων |
αιτιατική | το | αμπερώριο | τα | αμπερώρια |
κλητική | αμπερώριο | αμπερώρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμπερώριο < αμπέρ + ώρα + -ιο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ampère-heure)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμπερώριο ουδέτερο
- (φυσική) μονάδα μέτρησης του ηλεκτρικού φορτίου (διεθνές σύμβολο: Ah). Ισοδυναμεί με την ποσότητα ηλεκτρικού φορτίου που μεταφέρεται από ένα αγωγό, όταν τον διαπερνά ρεύμα έντασης ενός αμπέρ σε διάστημα μία ώρας.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αμπερωριόμετρο
- → δείτε τις λέξεις αμπέρ και ώρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμπερώριο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)