αμόνοιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αμόνοιαστος, -η, -ο
- που δεν έχει μονοιάσει,που δεν έχει συμφιλιωθεί(με κάποιον) ή και που γενικά "δεν κάνει χωριό" με κανέναν, δεν "τα βρίσκει" με κανέναν, ο μονήρης και ο φίλερις
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμόνοιαστος
|