αναιρετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναιρετικός < αναιρώ
Επίθετο[επεξεργασία]
αναιρετικός
- που αναιρεί, που μπορεί να αναιρέσει, είναι κατάλληλος να αναιρέσει, ο σχετικός με την αναίρεση, ο πιθανόν ακυρωτικός
- O αναιρετικός έλεγχος από τον Άρειο Πάγο επί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναιρετικός
|