ανατάσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανατάσιμος η ανατάσιμη το ανατάσιμο
      γενική του ανατάσιμου της ανατάσιμης του ανατάσιμου
    αιτιατική τον ανατάσιμο την ανατάσιμη το ανατάσιμο
     κλητική ανατάσιμε ανατάσιμη ανατάσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανατάσιμοι οι ανατάσιμες τα ανατάσιμα
      γενική των ανατάσιμων των ανατάσιμων των ανατάσιμων
    αιτιατική τους ανατάσιμους τις ανατάσιμες τα ανατάσιμα
     κλητική ανατάσιμοι ανατάσιμες ανατάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

ανατάσιμος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. (ορθοπαιδική) για χέρια οι αρθρώσεις των οποίων επιτρέπουν την ανάταση, μη πιασμένος
  2. που επιδέχεται την χαρά, που μπορείς να χαροποιήσεις, να υποστηρίξεις ψυχικά, που αποδέχεται την ενθάρρυνση, που εύκολα παίρνει κουράγιο
  3. που μπορεί να βελτιωθεί, που επιδέχεται βελτίωσης, που υπάρχει τρόπος να καλυτερεύσει, επιδιορθώσιμος