ανατάσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανατάσιμος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- (ορθοπαιδική) για χέρια οι αρθρώσεις των οποίων επιτρέπουν την ανάταση, μη πιασμένος
- που επιδέχεται την χαρά, που μπορείς να χαροποιήσεις, να υποστηρίξεις ψυχικά, που αποδέχεται την ενθάρρυνση, που εύκολα παίρνει κουράγιο
- που μπορεί να βελτιωθεί, που επιδέχεται βελτίωσης, που υπάρχει τρόπος να καλυτερεύσει, επιδιορθώσιμος