αναυτολόγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αναυτολόγητος, -η, -ο
- που δεν έχει ναυτολογηθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ναυτολόγος, ναυς και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναυτολόγητος
|