ανδρώνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανδρώνας οι ανδρώνες
      γενική του ανδρώνα των ανδρώνων
    αιτιατική τον ανδρώνα τους ανδρώνες
     κλητική ανδρώνα ανδρώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανδρώνας < αρχαία ελληνική ἀνδρών < ἀνήρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανδρώνας αρσενικό

  1. (αρχαιολογία) το δωμάτιο ή γενικότερα ο χώρος ενός (αρχαίου) σπιτιού, που χρησιμοποιόταν από άνδρες
  2. (βοτανική) οι στήμονες ενός άνθους

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]