ανεγχείρητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεγχείρητος η ανεγχείρητη το ανεγχείρητο
      γενική του ανεγχείρητου της ανεγχείρητης του ανεγχείρητου
    αιτιατική τον ανεγχείρητο την ανεγχείρητη το ανεγχείρητο
     κλητική ανεγχείρητε ανεγχείρητη ανεγχείρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεγχείρητοι οι ανεγχείρητες τα ανεγχείρητα
      γενική των ανεγχείρητων των ανεγχείρητων των ανεγχείρητων
    αιτιατική τους ανεγχείρητους τις ανεγχείρητες τα ανεγχείρητα
     κλητική ανεγχείρητοι ανεγχείρητες ανεγχείρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανεγχείρητος < αν- + εγχειρώ + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανεγχείρητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει εγχειρηθεί
     αντώνυμα: εγχειρημένος
  2. που δεν μπορεί να εγχειρηθεί
     αντώνυμα: εγχειρήσιμος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]