ανεγχείρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεγχείρητος, -η, -ο
- που δεν έχει εγχειρηθεί
- που δεν μπορεί να εγχειρηθεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεγχείρητος
|