ανθηφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνθηφόρος, ανθηλοφόρος, ανθοφόρος, ἀνθοφόρος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθηφόρος οι ανθηφόροι
      γενική του ανθηφόρου των ανθηφόρων
    αιτιατική τον ανθηφόρο τους ανθηφόρους
     κλητική ανθηφόρε ανθηφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθηφόρος < ανθη- (μορφή του ανθο-) + -φόρος (Δείτε το αγγλικό anthophore (en)[1])
Διαφορετική η ελληνιστική κοινή ἀνθηφόρος.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.θiˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θη‐φό‐ρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανθηφόρος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. anthophore - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)

Πηγές[επεξεργασία]