ανθηφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθηφόρος < ανθη- (μορφή του ανθο-) + -φόρος (Δείτε το αγγλικό anthophore (en)[1])
- Διαφορετική η ελληνιστική κοινή ἀνθηφόρος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.θiˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θη‐φό‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθηφόρος αρσενικό
- (βοτανική) φυτό της οικογένειας των Αγρωστωδών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ανθο- (Σημειώσεις) για ταξινομικούς όρους με πρόθημα που έχει σχέση με τη λέξη άνθος.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθηφόρος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ anthophore - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Πηγές[επεξεργασία]
- ανθηφόρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)