ανοσία αγέλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανοσία αγέλης | οι | ανοσίες αγέλης |
γενική | της | ανοσίας αγέλης | των | ανοσιών αγέλης |
αιτιατική | την | ανοσία αγέλης | τις | ανοσίες αγέλης |
κλητική | ανοσία αγέλης | ανοσίες αγέλης | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοσία αγέλης < ανοσία & αγέλης (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική herd immunity)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ανοσία αγέλης θηλυκό
- (νεολογισμός) (ιατρική, επιδημιολογία) η προστασία που παρέχεται σε ένα μέρος της κοινότητας (μέρος του συνόλου) των ανθρώπων κατά μιας επιδημίας / μολυσματικής νόσου, όταν ένας σημαντικός αριθμός πληθυσμού νοσήσει, και εφόσον επιζήσει, αναπτύξει ανοσία σε αυτήν τη νόσο
- ※ Η πρώτη δημοσιευμένη χρήση του όρου ανοσία αγέλης (αγγλιστί: herd immunity) ήταν σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε το 1923 από τους Topley και Wilson με τίτλο: «Η εξάπλωση της βακτηριακής λοίμωξης: το πρόβλημα της ανοσίας αγέλης». Το άρθρο περιέγραφε μια σειρά κλασσικών μελετών σε επιδημίες διαφόρων λοιμώξεων σε στενά παρακολουθούμενους πληθυσμούς ποντικών. (Κωνσταντίνος Καρύδης, "Έμμεση Προστασία της Κοινότητας και όχι «Ανοσία αγέλης»" @in.gr 2020.03.18.)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοσία αγέλης
,
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Επιδημιολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)