αντηχών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αντηχών | η | αντηχούσα | το | αντηχούν |
γενική | του | αντηχούντος & αντηχούντα1 |
της | αντηχούσας & αντηχούσης* |
του | αντηχούντος |
αιτιατική | τον | αντηχούντα | την | αντηχούσα | το | αντηχούν |
κλητική | αντηχών | αντηχούσα | αντηχούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αντηχούντες | οι | αντηχούσες | τα | αντηχούντα |
γενική | των | αντηχούντων | των | αντηχουσών | των | αντηχούντων |
αιτιατική | τους | αντηχούντες | τις | αντηχούσες | τα | αντηχούντα |
κλητική | αντηχούντες | αντηχούσες | αντηχούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντηχών < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
αντηχών, -ούσα, -ούν
- που αντηχεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντηχών