αντιατομικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιατομικισμός < αντι- + ατομικισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιατομικισμός αρσενικό
- (λόγιο) θεωρία, στάση και συμπεριφορά αντίθετη του ατομικισμού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιατομικισμός
|