αντιελκωτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιελκωτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιελκωτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιελκωτικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου κατά του πεπτικού έλκους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιελκωτικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αντιελκωτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιελκωτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιελκωτικός