αντικλείδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντικλείδι | τα | αντικλείδια |
γενική | του | αντικλειδιού | των | αντικλειδιών |
αιτιατική | το | αντικλείδι | τα | αντικλείδια |
κλητική | αντικλείδι | αντικλείδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντικλείδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντικλείδι ουδέτερο
- δεύτερο κλειδί που ανοίγει την ίδια πόρτα με ένα άλλο
- έβγαλε αντικλείδι από την πόρτα του σπιτιού μου και έτσι μπορεί να μπαίνει όποτε θέλει
- κλειδί που ανοίγει πολλές πόρτες, πασπαρτού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντικλείδι
|