απαράβαλτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
απαράβαλτος
- (παρωχημένο) απαράμιλλος
- «Κι ο τρίτος ο απαράβαλτος, ολάκριβος της Φήμης, / ο ατρόμητος κυβερνήτης, ο Μέγας Καππαδόκης, / του Χαλεπιού ο πολέμαρχος, των Άδανων ο κύρης. (Κωστής Παλαμάς)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαράβαλτος