απαραμύθητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαραμύθητος < αρχαία ελληνική ἀπαραμύθητος
Επίθετο[επεξεργασία]
απαραμύθητος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απαραμύθητα
- → δείτε τις λέξεις παραμυθία, παραμύθι και μύθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαραμύθητος
|