απλημμύριστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλημμύριστος η απλημμύριστη το απλημμύριστο
      γενική του απλημμύριστου της απλημμύριστης του απλημμύριστου
    αιτιατική τον απλημμύριστο την απλημμύριστη το απλημμύριστο
     κλητική απλημμύριστε απλημμύριστη απλημμύριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλημμύριστοι οι απλημμύριστες τα απλημμύριστα
      γενική των απλημμύριστων των απλημμύριστων των απλημμύριστων
    αιτιατική τους απλημμύριστους τις απλημμύριστες τα απλημμύριστα
     κλητική απλημμύριστοι απλημμύριστες απλημμύριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απλημμύριστος < α- + πλημμυρίζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

απλημμύριστος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]