απλημμύριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απλημμύριστος < α- + πλημμυρίζω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]απλημμύριστος, -η, -ο
- που δεν έχει πλημμυρίσει
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απλημμύριστος