αποζημιώσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποζημιώσιμος < αποζημιώνω + -σιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
αποζημιώσιμος, -η, -ο
- που είναι δυνατόν να αποζημιωθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποζημιώνω και ζημιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποζημιώσιμος