αποκούμπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποκούμπι τα αποκούμπια
      γενική
    αιτιατική το αποκούμπι τα αποκούμπια
     κλητική αποκούμπι αποκούμπια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκούμπι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποκούμπι ουδέτερο

  • το καταφύγιο, το στήριγμα, η βοήθεια,
Η εκκλησία είναι το αποκούμπι του λαού
Η κυβέρνηση χρηματοδοτεί ένα πρόγραμμα, αποκούμπι των ανέργων παλιννοστούντων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]