απομνημόνευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απομνημόνευση | οι | απομνημονεύσεις |
γενική | της | απομνημόνευσης* | των | απομνημονεύσεων |
αιτιατική | την | απομνημόνευση | τις | απομνημονεύσεις |
κλητική | απομνημόνευση | απομνημονεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομνημονεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απομνημόνευση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπομνημόνευ(σις) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + μνημόνευση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απομνημόνευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του απομνημονεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απομνημόνευση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)