αποσφαλματωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσφαλματωτής < αποσφαλματώνω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική debugger)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποσφαλματωτής αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποσφαλματώνω
- αποσφαλμάτωση
- → δείτε τις λέξεις από, σφάλμα και σφάλλω