απουματίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απουματίδα < ενδεχομένως από αρχαία ελληνική *ὑπομματίδιον < ὑπο- + *ὀμματίδιον < υποκοριστικό του ὄμμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.pu.maˈti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐που‐μα‐τί‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απουματίδα θηλυκό
- (ιδιωματικό) η άκρη του ματιού, η αποματιά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις απο- και ματιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απουματίδα
→ δείτε τη λέξη αποματιά |
Πηγές[επεξεργασία]
- Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 59.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)