αποψιλωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αποψιλωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση ή αναφέρεται στην αποψίλωση των περιοχών από δάση
- σχετικός με την αποψίλωση με την έννοια της αποτρίχωσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
από δέντρα