απροσέγγιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απροσέγγιστος < ελληνιστική κοινή ἀπροσέγγιστος
Επίθετο[επεξεργασία]
απροσέγγιστος
- που δεν έχει προσεγγιστεί
- που δεν προσεγγίζεται
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απροσέγγιστος