απροσπέραστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροσπέραστος η απροσπέραστη το απροσπέραστο
      γενική του απροσπέραστου της απροσπέραστης του απροσπέραστου
    αιτιατική τον απροσπέραστο την απροσπέραστη το απροσπέραστο
     κλητική απροσπέραστε απροσπέραστη απροσπέραστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροσπέραστοι οι απροσπέραστες τα απροσπέραστα
      γενική των απροσπέραστων των απροσπέραστων των απροσπέραστων
    αιτιατική τους απροσπέραστους τις απροσπέραστες τα απροσπέραστα
     κλητική απροσπέραστοι απροσπέραστες απροσπέραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απροσπέραστος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

απροσπέραστος, -η, -ο

  1. αυτός που δεν έχει προσπεραστεί
  2. αυτός που δεν μπορούν να τον προσπεράσουν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]