Μετάβαση στο περιεχόμενο

αραμπάς

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αραμπάς οι αραμπάδες
      γενική του αραμπά των αραμπάδων
    αιτιατική τον αραμπά τους αραμπάδες
     κλητική αραμπά αραμπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αραμπάς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αραμπάς < τουρκική araba < πρωτοτουρκική *araba / *arba (άμαξα, τροχός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αραμπάς αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]