αρματαγωγό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρματαγωγό τα αρματαγωγά
      γενική του αρματαγωγού των αρματαγωγών
    αιτιατική το αρματαγωγό τα αρματαγωγά
     κλητική αρματαγωγό αρματαγωγά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αρματαγωγό

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρματαγωγό < (καθαρεύουσα) ἁρματαγωγόν κατά το ὁπλιταγωγόν. Αναλύεται σε άρμα, αρματ- + -αγωγό, ουδέτερο του -αγωγός (άγω)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρματαγωγό ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]