αρμενόφιλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρμενόφιλος η αρμενόφιλη το αρμενόφιλο
      γενική του αρμενόφιλου της αρμενόφιλης του αρμενόφιλου
    αιτιατική τον αρμενόφιλο την αρμενόφιλη το αρμενόφιλο
     κλητική αρμενόφιλε αρμενόφιλη αρμενόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρμενόφιλοι οι αρμενόφιλες τα αρμενόφιλα
      γενική των αρμενόφιλων των αρμενόφιλων των αρμενόφιλων
    αιτιατική τους αρμενόφιλους τις αρμενόφιλες τα αρμενόφιλα
     κλητική αρμενόφιλοι αρμενόφιλες αρμενόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρμενόφιλος < αρμενό- + -φιλος

Επίθετο[επεξεργασία]

αρμενόφιλος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]