-φιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -φιλος | η | -φιλη | το | -φιλο |
γενική | του | -φιλου | της | -φιλης | του | -φιλου |
αιτιατική | τον | -φιλο | τη(ν) | -φιλη | το | -φιλο |
κλητική | -φιλε | -φιλη | -φιλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -φιλοι | οι | -φιλες | τα | -φιλα |
γενική | των | -φιλων | των | -φιλων | των | -φιλων |
αιτιατική | τους | -φιλους | τις | -φιλες | τα | -φιλα |
κλητική | -φιλοι | -φιλες | -φιλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -φιλος < αρχαία ελληνική -φιλος < φίλος
- για σύγχρονους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία -philo (π.χ. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική , την αγγλική -phile ή -philic)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -φι‐λος
Επίθημα[επεξεργασία]
-φιλος, -η, -ο (επίθημα ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων)
- που αγαπάει ή έχει φιλική διάθεση προς ό,τι δηλώνει το α’ συνθετικό
- (ειδικότερα) που υποστηρίζει τον λαό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
- (βοτανική) για φυτό που ευδοκιμεί όπως ή όπου δηλώνει το πρώτο συνθετικό
- που προτιμά ό,τι δηλώνει το πρώτο συνθετικό (με αντίθετο το -φοβος και θηλυκό ουσιαστικό σε -φιλία)
- (ιατρική) που βρίσκεται σε παθολογική κατάσταση ή έχει εξάρτηση με ό,τι δηλώνει το πρώτο συνθετικό (όπως στο θηλυκό ουσιαστικό σε -φιλία)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ -φιλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- -φιλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -φιλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -φιλος
Επίθημα[επεξεργασία]
-φιλος
- που αγαπάει ή έχει φιλική διάθεση προς ό,τι δηλώνει το α’ συνθετικό
- που γι' αυτόν αισθάνεται φιλικά ό,τι δηλώνεται στο α' συνθετικό
- κοσμόφιλος (που τον αγαπά όλος ο κόσμος)
- που είναι φίλος, με τα χαρακτηριστικά του πρώτου συνθετικού
- ἀπόφιλος (ανάξιος φίλος)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -φιλος < φίλος
Επίθημα[επεξεργασία]
-φιλος
- που αγαπάει ή έχει φιλική διάθεση προς ό,τι δηλώνει το α’ συνθετικό
- που γι' αυτόν αισθάνεται φιλικά ό,τι δηλώνεται στο α' συνθετικό
- διΐφιλος (που τον αγαπά ο Δίας)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φιλος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -φιλος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επιθήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιθήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)