αρτοφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρτοφαγία < (ελληνιστική κοινή) ἀρτοφαγία < ἀρτοφάγος < αρχαία ελληνική ἄρτος + φαγεῖν (ἐσθίω), μορφολογικά αναλύεται άρτ(ου) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρτοφαγία θηλυκό