ασκαντάλιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασκαντάλιστος < (ελληνιστική κοινή) ἀσκανδάλιστος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασκαντάλιστος, -η, -ο
- που δεν έχει δεχτεί σκανδαλιές σε βάρος του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασκαντάλιστος
|