ασκανδάλιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασκανδάλιστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσκανδάλιστος < σκάνδαλον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.skanˈða.li.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σκαν‐δά‐λι‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασκανδάλιστος, -η, -ο
- που δεν σκανδαλίζεται, δεν υποκύπτει σε πειρασμούς
- άλλες μορφές: ασκανάλιστος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ασκανδάλιστα, ασκαντάλιστα
- → και δείτε τη λέξη σκάνδαλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασκανδάλιστος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)