αστρολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστρολόγος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.stɾoˈlo.ɣos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αστρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ασχολείται με την αστρολογία
- ένας αστρολόγος μπορεί να προβλέψει το μέλλον σου στα αισθηματικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστρολόγος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)