ασυσκεύαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυσκεύαστος η ασυσκεύαστη το ασυσκεύαστο
      γενική του ασυσκεύαστου της ασυσκεύαστης του ασυσκεύαστου
    αιτιατική τον ασυσκεύαστο την ασυσκεύαστη το ασυσκεύαστο
     κλητική ασυσκεύαστε ασυσκεύαστη ασυσκεύαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυσκεύαστοι οι ασυσκεύαστες τα ασυσκεύαστα
      γενική των ασυσκεύαστων των ασυσκεύαστων των ασυσκεύαστων
    αιτιατική τους ασυσκεύαστους τις ασυσκεύαστες τα ασυσκεύαστα
     κλητική ασυσκεύαστοι ασυσκεύαστες ασυσκεύαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασυσκεύαστος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ασυσκεύαστος, -η, -ο

  • ο μη συσκευασμένος, που δεν έχει πακεταριστεί
    ο διευθυντής παραγωγής προσέχει το πακετάρισμα των τροφών,για να μη μείνουν ασυσκεύαστες και χαλάσουν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]