ατακτοποίητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ατακτοποίητος, -η, -ο
- (για πρόσωπο) που δεν έχει τακτοποιηθεί ακόμα σε κάποια θέση
- ακατάστατος, ασυγύριστος
- πρέπει να γίνουν πολλές δουλειές στο σπίτι, αφού είναι εντελώς ατακτοποίητο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατακτοποίητος
|