αυγερινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυγερινός < μεσαιωνική ελληνική αυγερινός < αυγή
Επίθετο[επεξεργασία]
αυγερινός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του αυγινός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυγερινός
|