αυτοαναφλέξιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοαναφλέξιμος < αυτο- + αναφλέξιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτοαναφλέξιμος, -η, -ο
- που αναφλέγεται από μόνος του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοαναφλέξιμος
|